Κακοήθεις παθήσεις
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο δεύτερος πιο συχνός τύπος καρκίνου στους άνδρες στον δυτικό κόσμο. Στις μέρες μας η διάγνωση γίνεται διαγιγνώσκεται στα πλαίσια του προληπτικού ελέγχου και λιγότερο συχνά όταν γίνει συμπτωματικός. Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει δακτυλική εξέταση του προστάτη από το ορθό και έλεγχο του PSA, και γίνεται από την ηλικία των 50 ετών και έπειτα και από τα 45 έτη στους άνδρες με θετικό οικογενειακό ιστορικό. Εάν υπάρχουν ύποπτα ευρήματα στον προληπτικό έλεγχο μπορεί να γίνει πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη και πάντα βιοψία του προστάτη με βελόνα για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση. Ακολούθως γίνεται απεικονιστικός έλεγχος με σπινθηρογράφημα οστών και αξονική τομογραφία. Επί μη μεταστατικής νόσου συνιστάται ριζική προστατεκτομή, η οποία διενεργείται ανοικτά, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί και λεμφαδενικός καθαρισμός. Εναλλακτικές θεραπείες είναι η ακτινοθεραπεία και η βραχυθεραπεία (υπό προϋποθέσεις). Επί μεταστατικής νόσου γίνεται ορμονοθεραπεία ή χημειοθεραπεία.
Ο καρκίνος του νεφρού είναι ο τρίτος συχνότερος όγκος του ουροποιητικού συστήματος. Η συχνότητα εμφάνισής του φαίνεται να αυξάνεται και ένας λόγος για αυτό μπορεί να είναι το γεγονός ότι οι απεικονιστικές εξετάσεις της κοιλίας διενεργούνται πιο συχνά. Έτσι συνήθως γίνεται τυχαία ανακάλυψη όγκων των νεφρών που είναι μικρότεροι σε μέγεθος και δεν έχουν προκαλέσει ακόμα συμπτώματα. Αργότερα μπορούν να εμφανιστούν αιματουρία, άλγος στη ράχη και άλλα συμπτώματα.
Παράγοντες κινδύνου είναι το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η αρτηριακη υπέρταση κ.α., ενώ κάποιες φορές ο καρκίνος του νεφρού μπορεί να σχετίζεται με κληρονομικά σύνδρομα.
Διαγνωστικά εξέταση εκλογής είναι η αξονική τομογραφία με ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού και επι αμφιβολιών η μαγνητική τομογραφία.
Η θεραπεία για την εντοπισμένη νόσο είναι η μερική ή ριζική νεφρεκτομή που μπορεί να γίνουν ανοικτά, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι σπάνιος. Όμως είναι ο πιο κοινός καρκίνος στους άνδρες ηλικίας 15 έως 35 ετών. Ο καρκίνος των όρχεων είναι εξαιρετικά θεραπεύσιμος, ακόμη και όταν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί πέρα από τον όρχι. Ανάλογα με τον τύπο και το στάδιο του καρκίνου των όρχεων, ενδέχεται να απαιτηθεί μία από τις πολλές θεραπείες ή ένας συνδυασμός.
Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι η ψηλαφητή από τον ασθενή σκληρία ή διόγκωση στον όρχι. Συνήθως ενοπίζεται στον έναν όρχι. Η διάγνωση γίνεται με την ψηλάφηση του όρχι και το υπερηχογράφημα οσχέου, ενώ γίνεται και αιματολογικός έλεγχος καρκινικών δεικτών.
Δεν υπάρχει τρόπος πρόληψης του καρκίνου των όρχεων. Συστήνεται η τακτική αυτοεξέταση των όρχεων για να εντοπιστεί ο καρκίνος στο αρχικό του στάδιο.
Η αρχική θεραπεία είναι η ορχεκτομή και αναλόγως της ιστολογικής εικόνας, της τιμής των καρκινικών δεικτών και του απεικονιστικού ελέγχου μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω θεραπεία.
Ο καρκίνος του πέους είναι σπάνιος. Πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή του διαδραματίζει η έγκαιρη διάγνωση, καθώς συνήθως οι ασθενείς προσέρχονται για έλεγχο και αντιμετώπιση καθυστερημένα. Υπάρχουν διάφοροι τύποι καρκίνου του πέους συνήθως όμως πρόκειται για πλακώδες καρκίνωμα. Είναι πιο συχνό σε άνδρες που είναι φορείς του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων και άνω των 60 ετών.
Σημεία και συμπτώματα του καρκίνου του πέους είναι η αλλαγή στο πάχος ή το χρώμα του δέρματος, εξάνθημα στο πέος, πληγή στο πέος που ίσως αιμορραγεί, οίδημα στην ακροποσθία και ψηλαφητή διόγκωση στη βουβωνική χώρα.
Η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική για τη θεραπεία του καρκίνου του πέους. Όταν η βλάβη είναι μικρή, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί με laser ή κρυοπηξία με ελάχιστες παρενέργειες. Σε μεγαλύτερες βλάβες, θα χρειαστεί να γίνει τοπική χειρουργική αφαίρεσή, η οποία όμως δεν επηρεάζει τη λειτουργικότητα του πέους.
Σε μεγαλύτερες βλάβες, ίσως χρειαστεί να γίνει αφαίρεση τμήματος του πέους (μερική πεεκτομή) και παράλληλα αφαίρεση λεμφαδένων από τη βουβωνική χώρα ή και την πύελο. Η επέμβαση μπορεί να συνδυαστεί με ακτινοβολία και χημειοθεραπεία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της νόσου. Σε κάποιες περιπτώσεις, αντί της αφαίρεσης τμήματος του πέους μπορεί να εφαρμοστεί η εξωτερική ακτινοβολία, η παρακολούθηση όμως επιβάλλεται να είναι πολύ προσεκτική, ώστε αν επανεμφανιστεί ο καρκίνος να αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι η 9η πιο κοινή μορφή καρκίνου σε παγκόσμιο επίπεδο, με τα υψηλότερα ποσοστά αναφέρονται στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Στην Ευρώπη, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι στην 5η συνηθέστερη καρκινική διάγνωση και η 9η κύρια αιτία θνησιμότητας από καρκίνο. Έρευνες δείχνουν ότι επηρεάζει πιο συχνά άνδρες από ότι τις γυναίκες (Kuper et al, 2002). Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης αυξάνει με την ηλικία. Όγκοι στην κύστη εμφανίζονται σπάνια πριν την ηλικία των 40 με 50, ενώ, προκύπτουν συνηθέστερα στην έβδομη δεκαετία της ζωής.
Στην πλειονότητα τους (90%) οι κακοήθεις όγκοι προέρχονται από το μεταβατικό επιθήλιο, ενώ οι υπόλοιποι όγκοι (10%) αντιπροσωπεύονται από τα καρκινώματα του πλακώδους επιθηλίου (7%), τα αδενοκαρκινώματα (2%) και τα σαρκώματα, που προέρχονται από τον εξωστήρα μυ. Οι όγκοι της κύστης από το μεταβατικό επιθήλιο, μονήρεις ή πολλαπλοί, παρουσιάζουν συνήθως μορφή θηλώματος, με λεπτή βάση, που επικάθεται στην επιφάνεια της κύστης και με πολλαπλές προσεκβολές, σαν μικρά πλοκάμια, που του προσδίδουν θυσανωτή όψη. Σπανιότερα η εμφάνιση των όγκων είναι συμπαγής, με ευρεία βάση πρόσφυσης, με ανάπτυξη κατά πλάτος κυρίως και επιφάνεια ανώμαλη. Από τους άλλους όγκους, τα καρκινώματα από πλακώδες επιθήλιο (squamous cell carcinomas) που είναι συχνά συμπαγείς και διηθητικοί όγκοι, παρατηρούνται σε καταστάσεις χρόνιων φλεγμονών της κύστης, όπως εκείνοι που προκαλούνται από τη λιθίαση ή τα ξένα σώματα της κύστης (καθετήρες Foley).
Ο κύριος προδιαθεσικός παράγοντας είναι το κάπνισμα, ενώ το κύριο σύμπτωμα είναι η ανώδυνη μακροσκοπική αιματουρία. Ο διαγνωστικός έλεγχος περιλαμβάνει το υπερηχογράφημα του ουροποιητικού, την κυτταρολογική εξέταση των ούρων, την κυστεοσκόπηση και την αξονική ουρογραφία. Η κυστεοσκόπηση είναι ενδοσκοπική τεχνική και θεωρείται από τις σημαντικότερες «διαγνωστικές ουρολογικές εξετάσεις» για την διερεύνηση του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Η εξέταση διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, γίνεται με τοπική αναισθησία και μπορεί να γίνει στο ιατρείο του Ουρολόγου, εφόσον αυτό είναι εξοπλισμένο με τον κατάλληλο εξοπλισμό. Κατά την εξέταση αυτή, με την βοήθεια ενός εύκαμπτου κυστεοσκοπίου διαμετρήματος ολίγων χιλιοστών, έχουμε την δυνατότητα να ελέγξουμε την ουρήθρα, αν υπάρχει βλάβη στον σφιγκτήρα ή στένωμα, το τοίχωμά της ουροδόχου κύστης, τα στόμια των ουρητήρων, το μέγεθος του προστάτη στους άντρες και να διαπιστώσουμε αν υπάρχουν λίθοι (πέτρες) ή κάποιος όγκος μέσα στη ουροδόχο κύστη. Ο ασθενής μετά την κυστεοσκόπηση μπορεί να εμφανίσει ήπια ενόχληση κατά τη διάρκεια της ούρησης καθώς και συχνοουρία. Οι ενοχλήσεις αυτές περιορίζονται σύντομα και αντιμετωπίζονται με κοινά παυσίπονα.
Η αντιμετώπιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης αρχικά απαιτεί την ενδοσκοπική αφαίρεση του όγκου και την πιθανή λήψη τυχαίων βιοψιών από όλο το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης για την καλύτερη αξιολόγηση των ευρημάτων – σταδιοποίηση. Χρησιμοποιείται ένα ειδικό όργανο, το «ρεζεκτοσκόπιο», το οποίο περιέχει ένα σύστημα φακών με ειδικό σύστημα ψυχρού φωτισμού, κάνουλες για τον έλεγχο της ροής των υγρών και μια ηλεκτρική αγκύλη η οποία κόβει - καυτηριάζει τους ιστούς κάνοντας αιμόσταση ή laser το οποίο εξαχνώνει. Με το όργανο αυτό εντοπίζεται ο όγκος και, με ειδική τεχνική και κατάλληλους χειρισμούς, αφαιρείται ή εξαχνώνεται ο όγκος ανάλογα με τη θέση, το σχήμα και τη σύσταση του. Η όλη διαδικασία πραγματοποιείται με ελαφρά μέθη ή επισκληρίδιο αναισθησία και η διάρκεια της επέμβασης είναι ανάλογη με το μέγεθος, τη θέση και τη σύσταση του όγκου. Συνήθως απαιτείται τοποθέτηση καθετήρα ουροδόχου κύστης για 24 ώρες. Ο ασθενής θα πρέπει να παραμείνει στο νοσοκομείο για παρακολούθηση μία ημέρα, ενώ η νοσηρότητα της επέμβασης είναι ελάχιστη. Αμέσως μετά την επέμβαση διενεργείται ιστολογική εξέταση στο χειρουργικό παρασκεύασμα οπότε και κρίνεται αν χρειάζεται περαιτέρω θεραπεία (ενδοκυστικές εγχύσεις ή ριζική κυστεκτομή), ενώ καθορίζεται και το πρόγραμμα παρακολούθησης του ασθενούς (κυστεοσκόπηση, κυτταρολογική ούρων και αξονική ουρογραφία).
Εαν ο όγκος διηθεί το μυϊκό τοίχωμα της κύστεως και ο λοιπός έλεγχος δεν αναδείξει μεταστάσεις εκτελείται ριζική κυστεκτομή (κατά περίπτωση μπορεί να προηγηθεί χορήγηση νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας). Με την Ριζική Κυστεκτομή εκτός από την ολική αφαίρεση της κύστης, αφαιρούνται και οι παράπλευροι λεμφαδένες και τα γεννητικά όργανα. Δηλαδή στον άνδρα γίνεται ταυτόχρονα αφαίρεση του προστάτη και των σπερματοδόχων κύστεων, ενώ στις γυναίκες αφαιρείται η μήτρα, οι ωοθήκες και μέρος του πρόσθιου κολπικού τοιχώματος. Σε περιπτώσεις που είναι αποδεδειγμένη η καρκινική διήθηση στην ουρήθρα γίνεται παράλληλα και ουρηθρεκτομή. Η επέμβαση αυτή μπορεί να γίνει ανοικτά, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Μετά την αφαίρεση της ουροδόχου κύστης, ο χειρουργός δημιουργεί ένα νέο τρόπο αποθήκευσης των ούρων στο σώμα (νεοκύστη) και την νέα δίοδο για να εξέρχονται τα ούρα είτε μέσα από την ουρήθρα είτε σε εξωτερικό σάκο συλλογής ούρων. Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία. Η παραμονή του ασθενή στο νοσοκομείο εξαρτάται από την επιλογή της χειρουργικής μεθόδου και την μετεγχειρητική κατάσταση του ασθενούς και κυμαίνεται μεταξύ 5-9 ημερών.
Οι ουρητήρες αποτελούν μέρος του ουροποιητικού συστήματος και μεταφέρουν ούρα που παράγονται από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη. Ο καρκίνος του ουρητήρα είναι ασυνήθιστος. Εμφανίζεται συχνότερα σε ηλικιωμένους ενήλικες και σε άτομα που είχαν προηγουμένως λάβει θεραπεία για καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Ο καρκίνος του ουρητήρα σχετίζεται στενά με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, η συμπτωματολογία και η διαγνωστική προσέγγιση των δύο παθήσεων μοιάζουν, ενω στην περίπτωση του ουρητήρα μπορεί να απαιτηθεί και ουρητηροσκόπηση. Τα άτομα που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του ουρητήρα έχουν πολύ αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν ταυτόχρονα ή ετεροχρονισμένα καρκίνο της ουροδόχου κύστης, οπότε μπορεί να απαιτηθεί και ο απαραίτητος έλεγχος.
Η θεραπεία για το καρκίνο του ουρητήρα είναι συνήθως χειρουργική και περιλαμβάνει συντηρητικές και ριζικές επεμβάσεις ανάλογα με τα ευρήματα και την κατάσταση του ασθενούς. Συστηματική χημειοθεραπεία θα εφαρμοσθεί σε ασθενείς με μεταστατική νόσο.